ἀρά — ἀρά̱ , ἀρά prayer fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀρά̱ , ἀρά prayer fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ἀρά̱ , ἀρή prayer fem nom/voc/acc dual ἀρά̱ , ἀρή prayer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.άρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱ , ἔραμαι love pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱ , ἔραμαι love pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρά — Ἀρά̱ , Ἀρή fem nom/voc/acc dual Ἀρά̱ , Ἀρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρα — ir̃ indeclform (particle) ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἆρα — anxiety indeclform (interrog) ἆ̱ρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (doric aeolic) αἴρω attach aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
άρα — σύνδ. συμπερ., επομένως, λοιπόν: Δεν ξανάγραψε να του στείλουμε χρήματα, άρα βρήκε δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)